- δυσμορφίᾳ
- δυσμορφίαι , δυσμορφίαmisshapennessfem nom/voc plδυσμορφίᾱͅ , δυσμορφίαmisshapennessfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσμορφία — δυσμορφίᾱ , δυσμορφία misshapenness fem nom/voc/acc dual δυσμορφίᾱ , δυσμορφία misshapenness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμορφία — η (AM δυσμορφία) ασχήμια νεοελλ. κάθε παρέκκλιση τού ανθρώπινου σώματος ή οργάνου του από τη φυσιολογική μορφή … Dictionary of Greek
δυσμορφία — η 1. η ασχήμια. 2. παραμόρφωση: Το ατύχημα του προκάλεσε δυσμορφία στο πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσμορφίας — δυσμορφίᾱς , δυσμορφία misshapenness fem acc pl δυσμορφίᾱς , δυσμορφία misshapenness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοποδία — Δυσμορφία του κάτω άκρου, κατά την οποία παρατηρείται αύξηση της κυρτότητας της καμάρας (καμπύλης) του πέλματος. Αποτελεί, δηλαδή, ακριβώς το αντίθετο της πλατυποδίας, στην οποία μικραίνει η καμάρα του πέλματος και γίνεται επίπεδη. Η κ. είναι… … Dictionary of Greek
δυσμορφίαν — δυσμορφίᾱν , δυσμορφία misshapenness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμορφίης — δυσμορφία misshapenness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нелѣпообразьнъ — (1*) пр. Неподобающий, несвойственный: прокаженье... грѣху ѹподоблѧе(т) б҃ословець. зане и тъ не ѿ е(с)ства есть на(м). и нелѣпообразе(н) д҃ши. ˫ако прокаженье тѣлу. (δυσμορφία) ГБ XIV, 41а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CORYDEUS — Helych. Κορυδεὺος, ὄνομα κύριον, οὗτος ενωμῳδεῖτο ἰπὶ δυσμορφίᾳ καὶ ὁι παῖδες αὐτοῦ. Vide Diogen. p. 224. et Barth. Advers. p. 251. Nic. Lloydius … Hofmann J. Lexicon universale
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek